ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δομές κλειστής τάξης (οι) closed class forms
δομές εγκλείοντος πρώτου προσώπου (οι) inclusive first person forms
δομή "izafet" (η) izafet
δοκιμασία ονομασίας (η) naming task
δομές τελεστή (οι) operator constructions
δόκιμη προφορά(η) received pronunciation
δοκιμή μείωσης (η) reduction test
δοκιμασία στενής παρακολούθησης shadowing task
δοκίμιο συνωνύμων (το) synonym essay
δοκιμασιολογία (η), δοκιμολογία (η), τέστινγκ (το) testing