ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δισημία (η) bisemy
δισθενής,-ής,-ές bivalent
δισθενής κατηγορία (η) bivalent category
δίπτυχη πρόταση (η) cleft sentence
διπτυχοποίηση (πρότασης) (η) clefting
δισκογραφία (η) discography
δίπτωτος,-η,-ο ditransitive
δίπτωτο ρήμα ditransitive verb
δισθενής κατηγορία dyad
δισθενή ρήματα tow-place verbs