ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διακλάδωση (η) bifurcation
διακλάδωση (η) branch
διακλαδούμενος,-η,-ο branching
Διακλάδωση (η), διακλαδούμενος-η-ο Branching
διακλαδούμενο διάγραμμα (το), κλαδοδιάγραμμα (το) branching diagram
διακλαδούμενος κόμβος (ο) branching node
διακλαδούμενο πρόγραμμα (το) branching programme
Διακλαδούμενοι ποσοδείκτες (οι) branching quantifiers
διακοπτότητα (η), διακοψιμότητα (η) interruptibility
διακοπή (η) interruption