ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δια-γλωσσική επιρροή cross-linguistic influence
δια dia
δια- dia-
δια-συνδηλωτική πληροφορία (η) diaconnotative information
δια-συνδηλωτικός χαρακτηρισμός (ο) diaconnotative markedness
διαβάθμιση (η) gradability
Διαβάθμιση (η), βαθμοθεσία (η), σταδιακή τροπή (φωνήνετος) (η) gradation
διαβάθμιση (η) grading
δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση διατήρησης (η) maintenance bilingual education
διαβάζω read