ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| δια-γλωσσική επιρροή | cross-linguistic influence |
| δια | dia |
| δια- | dia- |
| δια-συνδηλωτική πληροφορία (η) | diaconnotative information |
| δια-συνδηλωτικός χαρακτηρισμός (ο) | diaconnotative markedness |
| διαβάθμιση (η) | gradability |
| Διαβάθμιση (η), βαθμοθεσία (η), σταδιακή τροπή (φωνήνετος) (η) | gradation |
| διαβάθμιση (η) | grading |
| δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση διατήρησης (η) | maintenance bilingual education |
| διαβάζω | read |