ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεσμός ενέργειας (ο) | action bonding |
δεσμίδα χαρακτηριστικών (η) | bundle of features |
δεσμίδα χαρακτηριστικών (η) | feature bundle |
δεσμοί αρσενικών (οι) | male bonding |
δεσμός (ο) | nexus |
δεσμός πάσχοντα (ο) | patient bonding |
δευτερεύον άνοιγμα (το) | secondary aperture |
δευτερεύον αντικείμενο (το) | secondary object |
δευτερεύον αντικείμενο αναφοράς (το) | secondary reference object |
δευτερεύον αντικείμενο (το) | so |