ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γοητευμένος,-η,-ο | charmed |
γλώσσα αλυσιδωτών προτάσεων (η) | clause-chaining language |
γλωσσικό συμφραστικό πλαίσιο (το) | co-text |
γνώση (η) | cognition |
Γνωσιακός-ή-ό, γνωστικός-ή-ό | cognitive |
γνωστικός,-ή,-ό | cognitive |
γνωσιακός,-ή,-ό | cognitive |
γνωστικές προσεγγίσεις στη γραμματική (οι) | cognitive approaches to grammar |
γνωστική δέσμευση (η) | cognitive commitment |
γνωσιακή περιοχή (η) | cognitive domain |