ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γωνιώδης αγκύλη (η) | angle bracket |
γυμνός-ή-ό | bare |
γυμνό απαρέμφατο (το) | bare infinitive |
γυμνή ΟΦ (η) | bare NP |
Γυμνός πληθυντικός (ο) | bare plural |
γωνιακά φωνήεντα (τα) | corner vowels |
γρήγορο ταίριασμα | fast matching |
Γροιλανδικά (τα) | Greenlandic |
Γροιλανδικά (τα) | KL |
γρήγορη αναφορά (η) | ready reference |