ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βραχύτατη μετακίνηση shortest move
βράχυνση shortening
βραχυπρόθεσμη μνήμη short-term memory (STM)
βραχύχρονος short-term
βραχέα συστατικά short components
βραχύς-εία,-ύ(φθόγγος) short
βαθμολόγηση (η) scoring
βαθμολογία, αποτέλεσμα score
βάση (της γλώσσας) root
βάση δεδομένων αναφοράς reference database