ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βοηθητικό ψευδοπαραπλήρωμα (το) dummy auxiliary
βοηθητικό σύμβολο (το) auxiliary symbol
Βοηθητικό στοιχείο (το) Auxiliary element
βοηθητικό ρήμα (το) auxiliary verb
βοηθητικό ρήμα (το) helping verb
Βοηθητικό Πρόγραμμα Κόρπους του Διεθνούς Κόρπους Αγγλικής (το) International Corpus of English Corpus Utility Program (ICECUP)
βοηθητικό δένδρο (το) auxiliary tree
βοηθητική γλώσσα (η) auxiliary language
βοήθημα ομιλίας speech aid
βοηθ (βοηθητικός,-ή,-ό) aux (auxiliary)