ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
βασίλεκτος (η) | basilect |
βασισμένος-η-ο σε κόρπους | corpus-based |
Βασκική | EU |
Βασκική (η) | Basque |
βατός,-ή,-ό/επιλύσιμος,-η,-ο | tractable |
βατότητα/επιλυσιμότητα (η) | tractability |
βεβαιότητα (η) | certainty |
βεβαίωση (η) | assertion |
ΒΕΔ (Βιωματικά Εγκεφαλικά Δυναμικά) | ERP |
Βεδική (η) (γλώσσα) | Vedic |