ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

254 results
Greek Term English Term
βασίλεκτος (η) basilect
βασισμένος-η-ο σε κόρπους corpus-based
Βασκική EU
Βασκική (η) Basque
βατός,-ή,-ό/επιλύσιμος,-η,-ο tractable
βατότητα/επιλυσιμότητα (η) tractability
βεβαιότητα (η) certainty
βεβαίωση (η) assertion
ΒΕΔ (Βιωματικά Εγκεφαλικά Δυναμικά) ERP
Βεδική (η) (γλώσσα) Vedic