ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
άγκυρα (η) | anchoring |
ανάλυση συνδιακύμανσης (η) | ancova |
Ανταμάν (γλώσσα) (η) | Andaman languages |
Ανταμανέζικη (γλώσσα) (η) | Andamanese |
ανέκδοτο (το) | anecdote |
αγγλοσαξονικός,-ή,-ό | Anglo-Saxon |
ανισομορφισμός (ο) | anisomorphism |
Ανναμεζική (η) (γλωσσα) | Annamese |
Ανωμαλιστές (οι) | Anomalists |
ανώμαλος,-η,-ο | anomalous |