ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
άξονας (ο) tier
άξονας2 (ο), επίπεδο (το) tier
ανώτατο όριο χρονικού βάθους (το) time-depth ceiling
άχρονος-η-ο timeless
άξονας χρονοργάνωσης (ο) timing tier
Ακουστικοφωνητικό Κόρπους Συνεχούς Ομιλίας TIMIT (το) TIMITAcoustic–Phonetic Continuous Speech Corpus
άκρη (η) tip
Άκρη (η), κορυφή (η) tip
άκρη της γλώσσας (η) tip of the tongue
απαρέμφατο to to infinitive