ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| αντίθετος,-η,-ο | inverse |
| αντίστροφο μαρκάρισμα του προσώπου (το) | inverse person marking |
| αντιστροφή (η) | inversion |
| αντιστροφή αλλαγής (η) | inversion |
| ανεστραμμένη εγγραφή/καταχώρηση (η), ανεστραμμένο λήμμα (το) | inverted entry |
| αντεστραμμένο βιβλίο (το) | inverted index |
| ανώμαλος,-η,-ο | irregular |
| ανώμαλος-η-ο | irregular / anomalous |
| ανώμαλοι τύποι (οι) | irregular forms |
| ανώμαλο ρήμα (το) | irregular verb |