ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
άξονας (ο) | tier |
άξονας2 (ο), επίπεδο (το) | tier |
ανώτατο όριο χρονικού βάθους (το) | time-depth ceiling |
άχρονος-η-ο | timeless |
άξονας χρονοργάνωσης (ο) | timing tier |
Ακουστικοφωνητικό Κόρπους Συνεχούς Ομιλίας TIMIT (το) | TIMITAcoustic–Phonetic Continuous Speech Corpus |
άκρη (η) | tip |
Άκρη (η), κορυφή (η) | tip |
άκρη της γλώσσας (η) | tip of the tongue |
απαρέμφατο to | to infinitive |