ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ανεπάρκεια του ερεθίσματος (η) | poverty of the stimulus, (POS) |
| αποτέλεσμα της εξάσκησης (το) | practice effect |
| ακρίβεια και ανάκληση (η) | precision and recall |
| αοριστικός ενεστώτας (ο) | preterite-present |
| αρχέτυπο (το) | prime |
| αρχετυπικός–ή,-ό | primitive |
| αρχέτυπος–η,-ο | primitive |
| Αρχέτυπος-η-ο, αρχετυπικός-ή | primitive |
| αρχέτυπες γλώσσες | primitive languages |
| αρχέτυπα (τα), πρωταρχικά στοιχεία (τα) | primitives |