ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
αντίθετος,-η,-ο inverse
αντίστροφο μαρκάρισμα του προσώπου (το) inverse person marking
αντιστροφή (η) inversion
αντιστροφή αλλαγής (η) inversion
ανεστραμμένη εγγραφή/καταχώρηση (η), ανεστραμμένο λήμμα (το) inverted entry
αντεστραμμένο βιβλίο (το) inverted index
ανώμαλος,-η,-ο irregular
α­νώ­μα­λος-η-ο irregular / anomalous
ανώμαλοι τύποι (οι) irregular forms
ανώμαλο ρήμα (το) irregular verb