ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
Αιθιοσημιτική (η) (γλώσσα) Ethiosemitic
Αντωνυμία τύπου Ε (η) e-type pronoun
αξιολόγηση (η) evaluation
αξιολογητικός,-ή,-ό evaluative
αξιολογητική κατανόηση (η) evaluative comprehension
Αξιολογητής (ο) (ΑΞΙΟΛ) evaluator (EVAL)
αποφευκτικός-ή-ό evasive
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) evidence
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) evidence
αυτοπτικός-ή-ό evidential