ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αιθιοσημιτική (η) (γλώσσα) | Ethiosemitic |
Αντωνυμία τύπου Ε (η) | e-type pronoun |
αξιολόγηση (η) | evaluation |
αξιολογητικός,-ή,-ό | evaluative |
αξιολογητική κατανόηση (η) | evaluative comprehension |
Αξιολογητής (ο) (ΑΞΙΟΛ) | evaluator (EVAL) |
αποφευκτικός-ή-ό | evasive |
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) | evidence |
απόδειξη (η), τεκμήριο (το) | evidence |
αυτοπτικός-ή-ό | evidential |