ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αραουκανική (η) (γλώσσα) | Araucian |
Αραουακανική (η) (γλώσσα) | Arawakan |
αυθαίρετο του γλωσσικού συστήματος (το) | arbitraire du signe |
αυθαίρετο του γλωσσικού συστήματος (το) | Arbitrare des Sprachzeichens |
αυθαιρετότητα (η) | arbitrariness |
αυθαιρετότητα της γλώσσας (η) | arbitrariness languages |
αφαιρετότητα της γλωσσολογικής θεωρίας (η) | arbitrariness of linguistic theory |
αυθαίρετο της πραγμάτωσης (το) | arbitrariness of realization |
αυθαίρετος,-η,-ο | arbitrary |
αυθαίρετο κέρδος (το) | arbitrary gain |