ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

2236 results
Greek Term English Term
ανεπάρκεια του ερεθίσματος (η) poverty of the stimulus, (POS)
αποτέλεσμα της εξάσκησης (το) practice effect
ακρίβεια και ανάκληση (η) precision and recall
αοριστικός ενεστώτας (ο) preterite-present
αρχέτυπο (το) prime
αρχετυπικός–ή,-ό primitive
αρχέτυπος–η,-ο primitive
Αρχέτυπος-η-ο, αρχετυπικός-ή primitive
αρχέτυπες γλώσσες primitive languages
αρχέτυπα (τα), πρωταρχικά στοιχεία (τα) primitives