ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αρμένικα (τα) | HY |
ΑΣ (άμεσο συστατικό) | IC |
αυθαίρετο σημείο (το) | iconic sign |
αρχή της ταυτοποίησης (η) | ID principle |
αναπαραστατική λειτουργία (η) | ideational function |
αναγνωριστικό (το) | identifier |
αποτέλεσμα της ταυτοτικής προέγερσης (το) | identity priming effect |
ατομική διάλεκτος (η) | idiosyncratic dialect |
ανενεργό κανάλι (το) | idle channel |
αντιγραμματικός,-ή,-ό | illformed / ill-formed |