ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ψυχολογική γλωσσολογία (η) psychological linguistics
ψυχολογική ουσιοκρατία (η) phychological essentialism
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) psychological reality
Ψυχολογική πραγματικότητα (η) psychological reality
ψυχολογικό αντικείμενο (το) psychological object
ψυχολογικό υποκείμενο (το) psychological subject
ψυχοφυσικός (ο) psychophysicist
Ωκεανική (η) (γλώσσα) Oceanic
Ωμέγα «ω» (το) Omega (ω)
ωμή επιτέλεση (η) bald on record