ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Γλωσσών (το) ELC
εκλεκτική αλαλία (η) elective mutism
ηλεκτρίτης electret
ηλεκτροαερόμετρο electroaerometer
ηλεκτροαερομετρία electroaerometry
(ηλεκτρο)γλωττιδογράφημα (το) electroglottogram
ηλεκτρογλωττιδογράφος (ο) (ΗΓΓ) electroglottograph (EGG)
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφικός-ή-ό electroglottographic
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφία (η) electroglottography
ηλεκτροουρανισκογραφία ( η) electro­palatography