ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

115 results
Greek Term English Term
Ηλεκτροουρανισκογράφος (ο), ηλεκτροπαλατογράφος (ο) Electropalatograph (EPG)
ηλεκτροουρανισκογραφικός electropalatographic
ηλεκτροουρανισκογραφικός-ή-ό electropalatographic
ηλεκτροουρανισκογράφημα(το) electropalatography
ηλεκτροουρανισκογραφία (η) electropalatography
ΗΜΓ EMG
ημικός emic
Ημικός-ή-ό/ ητικός-ή-ό emic/etic
ηογ epg
ηθική δομή (η) ethic construction