ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συντομομορφή (η) abbreviated form
συντομευτικός-ή-ό, συντομογραφικός-ή-ό, συντομογραφημένος-η-ο abbreviatory
συντόμευση (η), συντομογραφία (η), βραχυγραφία (η), σύντμηση (η) abbreviation
Συντετμημένη πρόταση (η) abbreviated clause
μη Α-μετακίνηση (η) A-bar-movement
λεξικά συντομογραφιών (τα) abbreviations dictionaries
αναφορική δέσμευση σε μη-οργανική θέση (η) a-bar-binding
αναφορική δέσμευση σε θέση μη ορίσματος (η) a-bar-binding
Αμπαζική (η) (γλώσσα) Abaza
A-τονούμενη-αλυσίδα (η) A-bar-chain