ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
(δια)τακτική κλίμακα (η) ordinal scale
(γλωσσική) επάρκεια (η) proficiency
(απο)κρυμμένο σήμα (το) maskee
(αναγνωστικό) λάθος (το) miscue
«χαϊδευτικός λόγος» (ο) grooming talking
«σύνδρομο του πολυλογά» (το) «chatterbox syndrome»
«σύνδρομο του κοκτέιλ πάρτι» (το) «cocktail party syndrome»
«πληροφοριακός λόγος» (ο) information talking
«πανάκεια» εναντίον «Ελβετικού σουγιά» (η) «Auntie Maggie’s remedy» v. «Swiss army knife» view
«λόγος αλληλεγγύης» solidarity talking