ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
(ηλεκτρο)γλωττιδογράφημα (το) electroglottogram
(επι)μεριστικός,-ή,-ό partitive (part, PART)
(επ)αναδρομικότητα, επαναληπτικότητα, επανάληψη  recursivity
(επ)αναδρομικότητα (η) recursiveness
(επ)αναδρομικός recursive
(επ)αναδρομικά αριθμήσιμη γλώσσα (η) recursively enumerable language
(επ)αναδρομή recursion
(εξεταστικό) ερώτημα/ζητούμενο (το) test item
(δυναμικά) τονισμένος,-η,-ο stressed
(δυναμικά) τονισμένο φωνήεν (το) stressed vowel