ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
(ηλεκτρο)γλωττιδογράφημα (το) | electroglottogram |
(επι)μεριστικός,-ή,-ό | partitive (part, PART) |
(επ)αναδρομικότητα, επαναληπτικότητα, επανάληψη | recursivity |
(επ)αναδρομικότητα (η) | recursiveness |
(επ)αναδρομικός | recursive |
(επ)αναδρομικά αριθμήσιμη γλώσσα (η) | recursively enumerable language |
(επ)αναδρομή | recursion |
(εξεταστικό) ερώτημα/ζητούμενο (το) | test item |
(δυναμικά) τονισμένος,-η,-ο | stressed |
(δυναμικά) τονισμένο φωνήεν (το) | stressed vowel |