ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
(προϋποθετική) συνεπαγωγή (η), πράξη ΑΝ-ΤΟΤΕ (η) | conditional implication |
(προ)ϋποθετική/ενδεχόμενη συνάφεια (η) | conditional relevance |
(προ)τυποποίηση, καθιέρωση, κωδικοποίηση (η) | standardisation |
(λεξική) σημασία (η) | (lexicalm.) |
(καλλιτεχνικό) ψευδώνυμο (το) | pen name |
(καθ)υστέρηση (η) | lag |
(ισο)διαστημική κλίμακα (η) | interval scale |
(ηλεκτρο)λαρυγγογραφικός-ή-ό | electrolaryngographic |
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφικός-ή-ό | electroglottographic |
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφία (η) | electroglottography |