ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
(προϋποθετική) συνεπαγωγή (η), πράξη ΑΝ-ΤΟΤΕ (η) conditional implication
(προ)ϋποθετική/ενδεχόμενη συνάφεια (η) conditional relevance
(προ)τυποποίηση, καθιέρωση, κωδικοποίηση (η) standardisation
(λεξική) σημασία (η) (lexicalm.)
(καλλιτεχνικό) ψευδώνυμο (το) pen name
(καθ)υστέρηση (η) lag
(ισο)διαστημική κλίμακα (η) interval scale
(ηλεκτρο)λαρυγγογραφικός-ή-ό electrolaryngographic
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφικός-ή-ό electroglottographic
(ηλεκτρο)γλωττιδογραφία (η) electroglottography