ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ρινικοποιημένος-η-ο nasalized
Νάσχι (η) (γραφή) Nashī
εθνικό αρχείο (το) national archive
εθνικό κόρπους (το) national corpus
εθνικό λεξικό (το) national dictionary
εθνική γλώσσα (η) national language
εθνική βιβλιοθήκη (η) national library
μητρική γλώσσα (η) native language
φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας (ο) native speaker / native-speaker
ενδοφορικές διεργασίες (οι) nativisation