ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Μοσική (η) (γλώσσα) Mosan
Σχολή της Μόσχας (η) Moscow School
Μόσι (η) (γλώσσα) Mossi
προσωδιακή λέξη (η) mot (M)
μητέρα (η) mother
μητρικός,-ή,-ό mother
Μητρικός κόμβος (ο), Μητέρα (η) mother
μητρική ομιλία (η) mother talk
μητρική γλώσσα (η) mother tongue
γλώσσα «της πεθεράς» (η) mother-in-law language