ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τρόπος2 (ο), έγκλιση (η) | mood |
διάθεση επιβεβαίωσης (η) | mood of affirming |
διάθεση διάψευσης (η) | mood of denying |
μόρα (η) | mora |
μέτρηση μόρας (η) | mora counting |
μοραϊκός,-ή,-ό | moraic |
Μορδοβική (η) (γλώσσα) | Mordva |
ετοιμοθάνατος-η-ο | moribund |
μορφή (η) | morph |
μόρφημα (το) | morpheme |