ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελάσσων,-ων,-ον | minor |
ελάχιστος,-η,-ο | minor |
ελάσσων-ελάσσων-έλασον, ελάχιστος-η-ο | minor |
ελάσσων άρθρωση (η) | minor articulation |
ελάχιστη αρθρωτική προσπάθεια (η) | minor articulatory |
ελάσσων διαφορά (η) | minor difference |
δευτερεύουσα λεξική κατηγορία (η) | minor lexical category |
ελάχιστη τροποποίηση (η) | minor modification |
δευτερεύον μέρος του λόγου (το) | minor part of speech |
δευτερεύων τόπος άρθρωσης (ο) | minor place of articulation |