ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ελάσσων,-ων,-ον minor
ελάχιστος,-η,-ο minor
ελάσσων-ελάσσων-έλασον, ελάχιστος-η-ο minor
ελάσσων άρθρωση (η) minor articulation
ελάχιστη αρθρωτική προσπάθεια (η) minor articulatory
ελάσσων διαφορά (η) minor difference
δευτερεύουσα λεξική κατηγορία (η) minor lexical category
ελάχιστη τροποποίηση (η) minor modification
δευτερεύον μέρος του λόγου (το) minor part of speech
δευτερεύων τόπος άρθρωσης (ο) minor place of articulation