ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Μεταγλωσσικός-ή-ό, μεταγλωσσολογικός-ή-ό | metalinguistic |
μεταγλωσσική επίγνωση (η) | metalinguistic awareness |
μεταγλωσσική άρνηση (η) | metalinguistic negation |
μεταγλωσσολογία (η) | metalinguistics |
μεταγλωσσολογία (η) | metalinguistics |
γραμματική μεταμόρφωσης (η) | metamorphosis grammar |
μετανάλυση (η) | metanalysis |
μεταφωνία (η) | metaphony |
μεταφορά (η) | metaphor |
μεταφορά πρωταρχική (η) | metaphor primary |