ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Λινγκάλα (η) (γλώσσα) | Lingala |
τεχνική φρασεολογία (η), ζαργκόν (η) | lingo |
γλώσσα διαμεσολάβησης (η) | lingua franca |
λίνγκουα φράνκα (η) | lingua franca |
Λίνγκουα φράνκα (lingua franca), Γλώσσα διαμεσολάβησης (η) | lingua franca |
γλωσσικός,-η,-ο (όργανο) | lingual |
γλωσσική περιοχή (η) | lingual area |
γλωσσικό λάθος (το) | lingual error |
γλωσσικές μεταβλητή (η) | lingual variable |
γλωσσικό στοιχείο (το) | lingueme |