ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
λεξικές στερεότητες (οι) lexical solidarities
Λεξική αποθήκευση (η), λεξικό απόθεμα (το) Lexical storage
λεξικός (δυναμικός) τόνος (ο) lexical stress (or word stress)
λεξική δομή (η) lexical structure
θεωρία λεξικής δομής (η) lexical structure theory
λεξικό υποκείμενο (το) lexical subject
λεξική υποκατάσταση (η) lexical substitution
λεξικό αναλυτικό πρόγραμμα (το) lexical syllabus
λεξική σύνταξη (η) lexical syntax
λεξικό σύστημα (το) lexical system