ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
πλήρης φραγμός (ο) complete closure
Πλήρες Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής (το) Complete Corpus of Old English
πλήρης ανατροφοδότηση (η) complete feedback
απόλυτο συνώνυμο (το) complete synonym
απόλυτη συνωνυμία (η) complete synonymy
εξέλεγχος πληρότητας completeness check
ολοκλήρωση (η) completion
πολύπλοκος,-η,-ο complex
σύνθετος,-η,-ο complex
σύνθετος-η-ο/πολύπλοκος-η-ο complex