ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
πλήρης φραγμός (ο) | complete closure |
Πλήρες Κόρπους Παλαιάς Αγγλικής (το) | Complete Corpus of Old English |
πλήρης ανατροφοδότηση (η) | complete feedback |
απόλυτο συνώνυμο (το) | complete synonym |
απόλυτη συνωνυμία (η) | complete synonymy |
εξέλεγχος πληρότητας | completeness check |
ολοκλήρωση (η) | completion |
πολύπλοκος,-η,-ο | complex |
σύνθετος,-η,-ο | complex |
σύνθετος-η-ο/πολύπλοκος-η-ο | complex |