ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
(δια)τακτική κλίμακα (η) | ordinal scale |
(γλωσσική) επάρκεια (η) | proficiency |
(απο)κρυμμένο σήμα (το) | maskee |
(αναγνωστικό) λάθος (το) | miscue |
«χαϊδευτικός λόγος» (ο) | grooming talking |
«σύνδρομο του πολυλογά» (το) | «chatterbox syndrome» |
«σύνδρομο του κοκτέιλ πάρτι» (το) | «cocktail party syndrome» |
«πληροφοριακός λόγος» (ο) | information talking |
«πανάκεια» εναντίον «Ελβετικού σουγιά» (η) | «Auntie Maggie’s remedy» v. «Swiss army knife» view |
«λόγος αλληλεγγύης» | solidarity talking |