ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στοιχείο που έπεται της αναφοράς του (το), σημείο καταφοράς (το) | postcedent |
οπίσθιος κρικοαρυτενοειδής μυς | posterior cricoarytenoid muscle |
οπισθιότητα (η) | posteriority |
μεταφίλτρο (το) | postfilter |
μετατροποίηση (η) | postmodification |
μετατροποποίηση (η) | postmodification |
μετατροποποιητής (ο) | postmodifier |
μεταστρουκτουραλισμός (ο) | post-structuralism |
τελική δοκιμασία (η) | post-test |
μεταρθρωτικός | post-verbal |