ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στοιχείο που έπεται της αναφοράς του (το), σημείο καταφοράς (το) postcedent
οπίσθιος κρικοαρυτενοειδής μυς posterior cricoarytenoid muscle
οπισθιότητα (η) posteriority
μεταφίλτρο (το) postfilter
μετατροποίηση (η) postmodification
μετατροποποίηση (η) postmodification
μετατροποποιητής (ο) postmodifier
μεταστρουκτουραλισμός (ο) post-structuralism
τελική δοκιμασία (η) post-test
μεταρθρωτικός post-verbal