ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
παράμετρος της πολυσύνθεσης (η) polysynthesis parameter
πολυσυνθετικός,-ή,-ό polysynthetic
πολυσυνθετική (γλώσσα) (η) polysynthetic
πολυσυνθετική δομή (η) polysynthetic construction
πολυσυστημικός,-ή,-ό polysystemic
πολυσυστημική φωνολογία (η) polysystemic phonology
πολυσυστημισμός (ο) polysystemicism
πολυτεχνικό λεξικό (το) polytechnic dictionary
Κόρπους του Πολυτεχνείου της Ουαλίας (το) Polytechnic of Wales (POW) corpus
πολυσθενής-ής-ές / πολυαδικός-ή-ό polyvalent / polyadic