ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| μηχανική μετάφραση (η) | mechanical translation |
| μηχανισμός (ο) | mechanism |
| μηχανισμοί γλωσσικής αλλαγής (οι) | mechanisms of (language) change |
| μεσαία (τα) (σύμφωνα) | media |
| σπουδές για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (οι) | media studies |
| μεσαίος,-α,-ο | medial |
| μεσαίο ρήμα (το) | medial verb |
| μεσαίος,-α,-ο | median |
| διάμεση βαθμολογία (η) | median |
| διαμεσολάβηση (η) | mediation |