ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| κύρια πρόταση (η) | main clause |
| ανεξάρτητη πρόταση (η) | main clause |
| ελεύθερη πρόταση (η) | main clause |
| κύρια πηγή (η) | main source |
| κύριο ρήμα (το) | main verb |
| κύριο λήμμα (το) | main-entry |
| διατηρώ | maintain |
| διατήρηση (η) | maintenance |
| δι(πλό)γλωσση εκπαίδευση διατήρησης (η) | maintenance bilingual education |
| Μαϊπουρική (η) (γλώσσα) | Maipuran |