ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| τοπικός,-ή,-ό | local |
| τοπική αμφισημία (η) | local ambiguity |
| δίκτυο τοπικής περιοχής (το) | local area network |
| τοπική [πτώση] (η) | local case |
| τοπική εξάρτηση (η) | local dependency |
| τοπικό σφάλμα (το) | local error |
| τοπικό πεδίο | local field |
| τοπικό σύστημα διαχείρισης (το) | local management system |
| τοπική διάταξη (η) | local ordering |
| τοπικό υποδένδρο (το) | local subtree |