ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| ελαφριά συλλαβή (η) | light syllable |
| ελαφρύ ρήμα (το) | light verb |
| πιθανοφάνεια (η) | likelihood |
| κλίμακα Likert (η), κλίμακα συμφωνίας (η) | Likert scale |
| λιλιπούτεια λεξικά (τα) | liliput dictionaries |
| κανόνες ορίου (οι) | limit rules |
| όρια (ή περιορισμοί) της συγκριτικής μεθόδου (τα/οι) | limitations of (or constraints on) the comparative method |
| περιορισμένα λεξικά (τα) | limited / restricted dictionaries |
| περιορισμένη επάρκεια στα Αγγλικά (η) | limited English proficiency |
| ομιλητής περιορισμένων Αγγλικών (ο) | limited English speaker |