ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| Ομιλιτής Περιορισμένων Αγγλικών (ο) | LES |
| κακώσεις (οι) | lesions |
| σχέδιο μαθήματος (το) | lesson plan |
| δομή "let alone" (η) | let alone construction |
| γράμμα (το) | letter |
| αλφαβήτιση γράμμα-προς-γράμμα (η) | letter-by-letter alphabetisation |
| αναλογικός σχηματισμός (ο) | level |
| επίπεδο (το) | level |
| επίπεδο (το), επίπεδος-η-ο, σχηματίζομαι αναλογικά | level |
| σταθερός τόνος (ο) | level accent |