ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
παρεισδυτικοί φθόγγοι (οι) | intrusion sound |
παρεισδυτικοί φθόγγοι (οι) | intrusion sound |
παρεισδυτικός-ή-ό | intrusive |
Παρεισδυτικό r (το) | intrusive ‘r’ |
Παρεισδυτικό r (το) | intrusive r |
διαίσθηση (η) | intuition |
διαίσθηση (η) | intuition |
γλωσσικό αίσθημα (το) | intuition |
διαίσθηση του φυσικού ομιλητή (η) | intuition of the native speaker |
διαισθητικός,-ή,-ό | intuitive |