ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| διεπίδραση (η) | interaction |
| Διεπίδραση (η), αλληλεπίδραση (η) | interaction |
| ανάλυση αλληλεπίδρασης (η) | interaction analysis |
| υπόθεση της διεπίδρασης (η) | interaction hypothesis |
| αλληλεπιδραστική λειτουργία (η) | interactional function |
| Κοινωνιογλωσσολογία της διεπίδρασης (η) | interactional sociolinguistics |
| διαδραστικός-ή-ό | interactive |
| διαδραστικό λεξικό (το) | interactive dictionary |
| διαδραστική επεξεργασία (η) | interactive processing |
| Κόρπους Διαδραστικής Εκπαίδευσης Προφορικής Γλώσσας (το) | Interactive Spoken Language Education (ISLE) Corpus |