ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| στιγμιαίος,-α,-ο | instantaneous |
| στιγμιαία άφεση (η) | instantaneous release |
| απόδοση υπόστασης/τιμής (η) | instantiation |
| συγκεκριμενοποίηση (η) | instantiation |
| στιγμογράφηση (η) | instantiation |
| κατανομή μετα-μεταβλητών (η) | instantiation of metavariables |
| Κόρπους Work Bench του Ινστιτούτου Επεξεργασίας Φυσικής Γλώσσας (το) | Institut für Maschinelle Sprachverarbeitung (IMS) Corpus WorkBench |
| θεσμική γλωσσολογία ή γλωσσολογία επαγγελμάτων (η) | institutional linguistics |
| εγχειρίδιο έκδοσης (το) | instruction manual |
| διδακτικός στόχος (ο) | instructional objective |