ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εσωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) | inner VP shell |
| εσωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) | innersearch path |
| σχέση εσώτερου διαστήματος (η) | inner-space relation |
| νεωτερισμός (ο) | innovation |
| είσοδος (η) | input |
| γλωσσικό εισαγόμενο (το) | input |
| Εισαγόμενο (το), είσοδος (η), εισαγόμενο υλικό (το) | input |
| μορφότυπο εισόδου (το) | input format |
| υπόθεση του κατανοητού γλωσσικού εισαγόμενου (η) | input hypothesis |
| μοντέλο του κατανοητού γλωσσικού εισαγόμενου (το) | input model |