ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| εξατομικευμένη διδασκαλία (η) | individualized instruction |
| εξατομικευτικό επίθημα (το) | individuative suffix |
| Ινδο-Άρια (η) (γλώσσα) | Indo-Aryan |
| ιαπετικός,-ή,-ό | indoeuropean / Indo-European (IE) |
| ινδοευρωπαϊκός,-ή,-ό | indoeuropean / Indo-European (IE) |
| Ινδογερμανική (η) (γλώσσα) | Indo-Germanic |
| ινδοχεττιτική υπόθεση (η) | Indo-Hittite hypothesis |
| ινδοϊρανική (η) | Indo-Iranian |
| Ινδο-Ειρηνική (η) (υπόθεση,γλώσσα) | Indo-Pacific |
| Ινδο-Ουραλική (η) (γλώσσα) | Indo-Uralic |