ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
έμμεσος,-η,-ο indirect
πλάγιος,-α,-ο indirect
Έμμεσος-η-ο, Πλάγιος-α-ο indirect
έμμεση προσταγή (η) indirect command
πλάγιος λόγος (ο) indirect discourse
πλάγια ερωτηματική πρόταση (η) indirect interrogative clause
έμμεση αρνητική ανατροφοδότηση (η) indirect negative backchanneling
έμμεση αρνητική ανατροφοδότηση (η) indirect negative feedback
έμμεσο αντικείμενο (το) indirect object
γενική έμμεσου αντικειμένου (η) indirect object genitive