ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συνεπαγωγικό ρήμα (το) | implicative verb |
| υπονόημα (το) | implicature |
| υπόρρητος,-η,-ο | implicit |
| Υπόρρητο όρισμα (το) | Implicit argument |
| υπορρητη δήλωση ή άρνηση (η) | implicit assertion or denial |
| υπόρρητες δομές κλειστής τάξης (οι) | implicit closed class forms |
| υπόρρητος ορισμός (o) | implicit definition |
| υπόρρητη παραγωγή (η) | implicit derivation |
| υπόρρητο επιτελεστικό (το) | implicit perfomative |
| εσωθητικός,-η,-ο | implosive |